ακαχμένος

ακαχμένος
ἀκαχμένος, -η, -ον (Α)
1. ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)
2. ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια
Οππ. Κυν. 1.476).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως μετοχικός τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται πιθανώς από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. *ἀκ-ακ-σ-μένος (με δάσυνση τού κ σε χ για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο οποίος συνδέεται με τη ρίζα *ακ- «αιχμηρός κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. ἔγχος*, αν το -αχ- τής λ. ἀκ-αχ-μένος θεωρηθεί ασθενής βαθμίδα τής ρίζας ἐγχ- που απαντά στο ουσ. ἔγχος. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν είναι πολύ πειστικές. Βλ. και λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκαχμένος — sharp edged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαχμένα — ἀκαχμένος sharp edged neut nom/voc/acc pl ἀκαχμένᾱ , ἀκαχμένος sharp edged fem nom/voc/acc dual ἀκαχμένᾱ , ἀκαχμένος sharp edged fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαχμένον — ἀκαχμένος sharp edged masc acc sg ἀκαχμένος sharp edged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαχμένου — ἀκαχμένος sharp edged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακ- — [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ. ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής… …   Dictionary of Greek

  • ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) —     ak̂ , ok̂ (*hekʷ )     English meaning: ‘sharp; stone”     Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein”     Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”